Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σώος και ακέραιος

  • 1 невредимый

    невредимый
    прил σῶος, ἀβλαβης, ἄθικτος, ἀκέραιος:
    цел и невредим σῶος καί ἀκέραιος, σῶος καί ἀβλαβής.

    Русско-новогреческий словарь > невредимый

  • 2 невредимый

    невредимый αβλαβής- цел и невредим σώος και ακέραιος
    * * *

    цел и невреди́м — σώος και ακέραιος

    Русско-греческий словарь > невредимый

  • 3 сохранность

    сохранность
    ж ἡ ἀσφάλεια, ἡ ἀκεραι-ότης:
    в целости и \сохранностьиости σώος καί ἀκέραιος· в полной \сохранность-ности σἔ ἀπόλυτη ἀσφάλεια.

    Русско-новогреческий словарь > сохранность

  • 4 целый

    επ., βρ: цел, цела, цело.
    1. άθικτος, άγγιχτος, απείραχτος, αναρχίνητος• ολόκληρος•

    отрежь от -ого хлеба κόψε από το αναρχίνητο ψωμί.

    || πλήρης, γεμάτος•

    целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί.

    2. ολάκερος, ολόκληρος•

    -ая жизнь ολάκερη ζωή•

    -ая семья ολόκληρη οικογένεια•

    целый город ολόκληρη πόλη•

    час, день ολόκληρη ώρα, μέρα•

    -ые дниино-чи ολόκληρα μερόνυχτα•

    -ое стадо ολόκληρο κοπάδι• целый целый ящик, мешок ολόκληρο κιβώτιο, τσουβάλι•

    это целый -ая наука αυτό είναι ολόκληρη επιστήμη•

    в -ом мире σ ολόκληρο τον κόσμο.

    3. ουσ. -ое ουδ. το όλο, το σύνολο•

    единое -ое ενιαίο όλο.

    4. αβλαβής, άθικτος• απείραχτος, άγγιχτος• ακέραιος•

    стакан упал, но остался цел το ποτήρι έπεσε, όμως δεν έπαθε τίποτε (δεν έσπασε)•

    все вещи целы όλα τα πράγματα είναι άθικτα.

    5. (μαθ.) ακέραιος•

    -ое число ο ακέραιος αριθμός.

    ουσ. ο ακέραιος (αριθμός).
    εκφρ.
    целый и невредим ή цел и невредим – σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > целый

  • 5 целый

    цел||ый
    прил
    1. (неповрежденный) άθικτος:
    остаться \целыйым и невредимым μένω σώος καί ἀβλαβής·
    2. (весь целиком) ὁλόκληρος, ὁλάκερος/ ἀκέραιος (нетронутый)! γεμάτος (полный):
    \целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί· на тарелке осталась \целыйая бу́лка στό πιάτο Εμεινε ἕνα ὀλο-κληρο φραντζολάκι· \целый город ὀλοκληρη ἡ πόλη· \целый день ὁλάκερη μέρα· по \целыйым леделям ἐπί ὁλόκληρες ἐβδομάδες· в \целыйом мире не найти ἀλλοῦ πουθενά δέν θά βρής· \целый ряд вопросов ὀλοκληρη σειρά ζητημάτων.

    Русско-новогреческий словарь > целый

См. также в других словарях:

  • ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σώος — α, ο ακέραιος, αβλαβής: Σου την παραδίνω την κόρη σου σώα και αβλαβή. – Επέστρεψε όλος ο στρατός σώος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελισσοσόος — μελισσοσόος, ον (Α) (ως επίθ. τού Πανός) φύλακας, προστάτης τών μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + σόος (< σῶος και σόος «ακέραιος»), πρβλ. πολι σόος, τεκνο σόος] …   Dictionary of Greek

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»